εξαπορώ

εξαπορώ
ἐξαπορῶ, -έω (AM)
1. βρίσκομαι σε μεγάλη απορία, σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση, δεν ξέρω τί να κάνω (α. «τῶν γὰρ στρατηγῶν ἐξαπορησάντων τοῑς πράγμασιν», Αριστοτ.
β. «τὸ πῶς νὰ ζήσω ἐξαπορῶ», Πρόδρ.)
2. (μτβ.) στερούμαι, έχω έλλειψη από κάτι
3. (αμτβ.) βρίσκομαι σε στέρηση, σε ένδεια, αντιμετωπίζω οικονομικές δυσχέρειες, στερήσεις
μσν.
1. (μτβ. κ. αμτβ.) εκπλήσσομαι, μένω κατάπληκτος
2. (αμτβ.) θαυμάζω, μένω έκθαμβος
3. (μτβ.) αδυνατώ να συλλάβω ή να πιστέψω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαπόρησις — ἐξαπόρησις, η (Α) [εξαπορώ] 1. απορία, αμηχανία 2. ένδεια, έλλειψη, στέρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”